- θυμάρμενος
- θῡμάρμενος, ον,= foreg.,A
τέρας B.16.71
, cf. Nic.Al.577, Call.Dian. 167.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τέρας B.16.71
, cf. Nic.Al.577, Call.Dian. 167.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυμάρμενος — θυμάρμενος, ον (Α) θυμαρής*, ευχάριστος, αγαπητός («θυμάρμενον τέρας», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + άρμενος «προσαρμοσμένος, κατάλληλος», μεμονωμένη μτχ. τού αραρίσκω] … Dictionary of Greek
θυμάρμενον — θυμάρμενος masc/fem acc sg θυμάρμενος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek